- γυάρδα
- η ярд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυάρδα — η αγγλική μονάδα μήκους, ίση προς τα 0,914 τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) yard] … Dictionary of Greek
γυάρδα — η βλ. γιάρδα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υάρδα — η, Ν γυάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. yard (πρβλ. και γυάρδα)] … Dictionary of Greek